- υποστατικός
- -ή, -ό / ὑποστατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ὑφίστημι]νεοελλ.1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόσταση, που οφείλεται στην κάθοδο τού αίματος, υπό την επίδραση τής βαρύτητας, στα χαμηλότερα σημεία τού σώματος, με τη μορφή παθητικής υπεραιμίας («υποστατική πνευμονία»)2. φρ. «υποστατική ένωση»θεολ. ένωση τών δύο φύσεων τού Χριστού, τής θείας και τής ανθρώπινης, σε μία υπόσταση ή σε ένα πρόσωπομσν.θεολ. προσωπικόςαρχ.1. ικανός ή πρόθυμος να αναλάβει κάτι2. (γενικά) υπομονητικός, καρτερικός3. αυτός που έχει υπόσταση, πραγματικός, ουσιώδης4. (με γεν. πράγματος) αυτός που αποτελεί την ουσία, την υπόσταση κάποιου.επίρρ...ὑποστατικῶς Αυπομονητικά, καρτερικά.
Dictionary of Greek. 2013.